- ἀσχημονῶ
- ἀσχημονέωbehave unseemlypres subj act 1st sg (attic epic doric)ἀσχημονέωbehave unseemlypres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ασχημονώ — βλ. πίν. 73 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ασχημονώ — (AM ἀσχημονῶ, έω) [ασχήμων] συμπεριφέρομαι με τρόπο ανάρμοστο, άπρεπα … Dictionary of Greek
ασχημονώ — ησα, φέρνομαι άσεμνα, άπρεπα: Του έκανα παρατήρηση, γιατί ασχημονούσε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συνασχημονώ — έω, ΜΑ συμπεριφέρομαι με τρόπο ανάρμοστο, ασχημονώ μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀσχημονῶ «συμπεριφέρομαι άπρεπα» (< ἀσχήμων)] … Dictionary of Greek
αναιδεύομαι — ἀναιδεύομαι (Α) [ἀναίδεια] συμπεριφέρομαι με αναίδεια, ασχημονώ, αυθαδιάζω … Dictionary of Greek
ενασχημονώ — ἐνασχημονῶ, έω (Α) ασχημονώ προς κάποιον, φέρομαι αισχρά, προσβάλλω, ντροπιάζω … Dictionary of Greek
κορδακίζω — (Α κορδακίζω) [κόρδαξ] νεοελλ. (ενεργ. και μέσ.) εμφανίζομαι ντυμένος άσεμνα, ασχημονώ αρχ. χορεύω τον κόρδακα, άσεμνο χορό … Dictionary of Greek
υπερασχημονώ — έω, Α [ἀσχημονῶ] συμπεριφέρομαι τελείως αδιάντροπα … Dictionary of Greek